σιαγόνων

σιαγόνων
σιᾱγόνων , σιαγών
jaw-bone
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • οπισθογναθία — η [οπισθόγναθος] ανατ. μία από τις τρεις βασικές διακρίσεις τών σιαγόνων η οποία χαρακτηρίζεται από υποπλαστική εμφάνιση και κάθετη κατατομή τών σιαγόνων …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… …   Dictionary of Greek

  • φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • αγαμίδες — (agamidae). Οικογένεια ερπετών της τάξης των λεπιδωτών (υποτάξη σαυροειδή). Ένα από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τα ζώα αυτά είναι τα δόντια τους που είναι τοποθετημένα στην άκρη των σιαγόνων και διακρίνονται σε κυνόδοντες, κοπτήρες και… …   Dictionary of Greek

  • ανδρόδους — (androdus). Γένος στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των μυϊοθηρών. Ζουν κυρίως σε χώρες με θερμά κλίματα. Έχουν μικρό μέγεθος και αναγνωρίζονται από το πλατύ τους ράμφος και τις οδοντώσεις των κάτω σιαγόνων. Τρέφονται με έντομα που… …   Dictionary of Greek

  • βάρανος — (varanus). Γένος μεγάλων σαυροειδών ερπετών της οικογένειας των βαρανιδών. Ζουν διασπαρμένα στην Αφρική, στη Ν Ασία, στην Ινδονησία και στην Αυστραλία. Ανάλογα με το είδος, προτιμούν το ξηρό έδαφος, τα δέντρα ή το νερό. Το σώμα τους είναι μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • καβουρομάνα — Δεκάποδο καρκινοειδές της υπόταξης των βραχυούρων, γνωστό στη χώρα μας και με τις ονομασίες μεγάλος κάβουρας, αράχνη της θάλασσας κ.ά. Η επιστημονική του ονομασία είναι Maia squinado. Αυτό το είδος καβουριού έχει ωοειδή, καστανοκοκκινωπό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”